- διίσταμαι
- διίσταμαι βλ. πίν. 159
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————Σημειώσεις:διίσταμαι : εύχρηστη κυρίως η μτχ. ως επίθετο (διιστάμενες απόψεις σε διαφωνία μεταξύ τους).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διίσταμαι — (AM διίστημι, Α και διίσταμαι) [ίστημι] 1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι 2. διαφωνώ, φιλονικώ μσν. κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει αρχ. Ι. ενεργ. 1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω 2. διακρίνω, διαστέλλω 3.… … Dictionary of Greek
διίσταμαι — διίστημι set apart pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… … Dictionary of Greek
ετεροφρονώ — (Μ ἑτεροφρονῶ, έω) (ιδίως για αιρετικούς) έχω διαφορετικό ή αντίθετο φρόνημα, έχω διαφορετική γνώμη, διχογνωμώ, ετερογνωμώ, διίσταμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φρονώ] … Dictionary of Greek
μονοδιάστατος — η, ο (Μ μονοδιάστατος, ον) αυτός που έχει μόνο μία διάσταση («μονοδιάστατο μέγεθος»). επίρρ... μονοδιάστατα με μονοδιάστατο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + διάστατος (< διίσταμαι), πρβλ. πολυ διάστατος] … Dictionary of Greek
προδιίστημι — Α 1. εκτείνω, διαστέλλω προηγουμένως 2. παθ. προδιίσταμαι α) σπέρνω τη διχόνοια («προδιέστη τὸ κατά χώραν πλῆθος», Ιώσ.) β) διίσταμαι, διαφωνώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) προδιεστάμενος, ένη, ον αυτός που έχει καθοριστεί, που έχει… … Dictionary of Greek
συνδιίστημι — ΜΑ (κυρίως το παθ.) συνδιίσταμαι διαφέρω ταυτόχρονα με άλλον αρχ. μέσ. διαχωρίζω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διίσταμαι «διαχωρίζομαι, διαφέρω»] … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
ԲԱՑԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 471 Chronological Sequence: 8c, 9c, 10c, 12c ա. որ եւ ԲԱՑԱԳՈՅ. ἁπών absens, distans եւ բայիւ διΐσταμαι disto Որ կայ ʼի բաց, բացակայ, տարակաց. հառաւոր. հեռի. օտար. *Իսկ բացակայն՝ որ ո՛չ է տեսօղ. Լմբ. ժղ.: *Հեռաւորեալ բացակայ արասցէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱՑԱԿԱՅԻՄ — (եալ.) NBH 1 471 Chronological Sequence: Unknown date, 9c, 10c, 13c ձ. ἁπέχω, ἁπέχομαι, διΐσταμαι abstineo, disto Ի բաց կալ, եւ հրաժարիլ. եւ լինել բացակայ, հեռի կալ կամ գտանիլ. *Մի՛ բացակայեսցիս բարի առնել կարօտելոց. Բրս. ապաշխ.: *Ինքեանք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)